πτερίδα

πτερίδα
πτερίς
male fern
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιλουλαρία — η, Ν βοτ. ελόβιο φυτό, πτέριδα τών στάσιμων νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pilularia < λατ. pilula «μικρή μπάλα» + aria] …   Dictionary of Greek

  • πολύρριζος — και πολύριζος, η, ο / πολύρριζος και πολύριζος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες 2. (για έδαφος) γόνιμος μσν. αρχ. (για γη) ο γεμάτος ρίζες αρχ. 1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον α) το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • φτέρη — Φυτά της κλάσης των πτεριδικών, του αθροίσματος των πτεριδόφυτων. Είναι πολύ εξελιγμένα κρυπτόγαμα κορμόφυτα που έχουν ρίζες, βλαστό και φύλλα. Επιπλέον είναι εφοδιασμένα με σύστημα αγωγών αγγείων, γι’ αυτό και κατατάσσονται στα κρυπτόγαμα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”